- μονοξύλοις
- μονόξυλοςmade from a solid trunkmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόξυλος — η, ο (ΑΜ μονόξυλος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν) τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις… … Dictionary of Greek
παρακομιδή — ἡ, Α [παρακομίζω] 1. μεταβίβαση, μεταφορά 2. συμπλήρωση 3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῑς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῡ πόρου», Πολ.) … Dictionary of Greek